πεζοναυτικός

πεζοναυτικός
-ή, -ό [πεζοναύτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζοναύτες
2. αυτός που αποτελείται από πεζοναύτες («πεζοναυτικά αγήματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεζοναυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζοναύτες: Πεζοναυτικά γυμνάσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”